Παρασκευή 3 Ιουλίου 2009

Κέντρα πρόληψης-υπουργείο Υγείας-Τ.Α.: Γαϊτανάκι χωρίς τέλος

Διαμαρτύρονται, και με το δίκιο τους, οι εργαζόμενοι στα Κέντρα πρόληψης του ΟΚΑΝΑ και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης για τη στάση που τηρεί απέναντι στα κέντρα ο λαλίστατος –κατά τα άλλα- υπουργός Υγείας.
Δεν φτάνει που το συσσωρευμένο χρέος του υπουργείου Υγείας προς τα κέντρα πρόληψης ανέρχεται στα 13 εκ. ευρώ, δεν έχει δώσει ακόμη ούτε τα 6 εκ. ευρώ που δεσμεύτηκε δημόσια ότι θα έδινε έως το τέλος Ιουνίου.
Η αφερεγγυότητα και η αναλγησία της συντηρητικής πολιτικής στον κολοφώνα της. Το μόνο που μένει απ’ αυτή την πολιτική είναι οι «δεκάρικοι» λόγοι των εκπροσώπων της κατά την παγκόσμια ημέρα κατά των ναρκωτικών. Φαίνεται, όμως, πως οι επικοινωνιολάγνοι ξεχνούν ότι με πορδές δεν βάφονται αυγά.
Στη Λάρισα το κέντρο πρόληψης είναι σε άθλια κατάσταση. Στην ίδια κατάσταση βρίσκονται και οι εργαζόμενοι. Σε μια περιοχή, όπως εξάλλου και σ’ όλη τη χώρα, όπου είναι υπαρκτό και διαπιστωμένο το πρόβλημα των εξαρτήσεων.
Βέβαια, ευθύνη δεν έχει μόνον ο γκλαμουράτος υπουργός Υγείας. Η ευθύνη είναι συνολική και για την κυβέρνηση. Ταυτόχρονα, ευθύνη μεγάλη έχουν και οι τοπικοί «άρχοντες» που δεν αναδεικνύουν το πρόβλημα στην τοπική τους κοινωνία. Και οι λόγοι, όπως στην περίπτωση της πόλης μας, είναι γνωστοί. Πώς είναι δυνατό ένας συντηρητικός δήμαρχος να τα βάλει με την κυβέρνηση που τον στηρίζει; Η αλαλία του, λοιπόν, έχει πολιτικό περιεχόμενο.
Μια τέτοια Τ.Α. δείχνει στους πολίτες τα όρια που η ίδια θέτει στο θεσμό και στον εαυτό της. Φυσικά, αυτή η επιλογή της κρίνεται από τους πολίτες. Και αυτή η κρίση θα φτάσει στους αποδέκτες της στο σωστό χρόνο.

Οι ημιυπαίθριοι και ρεπατζής

Καινούρια, ωραία φάμπρικα έστησε η κυβέρνηση με την ιστορία των ημιυπαίθριων χώρων.
«Περάστε από το ταμείο να πληρώσετε. Δεν θα ξαναπληρώσετε. Δεν θα έχετε παράπλευρες απώλειες». Περί νομιμοποίησης, τίποτα.
Και εδώ φτάνουμε στα όρια της κυβερνητικής πολιτικής. Κλείσιμο του ματιού στην υπάρχουσα παρανομία, καμία αναφορά στην τακτοποίηση των εκκρεμοτήτων και ανάπτυξη πολιτικών για τη μη εμφάνιση του φαινομένου στο μέλλον. Γιατί, η πολιτική των υψηλών προστίμων ανέγερσης και διατήρησης αυθαιρέτου είναι ξεκάθαρο πως δεν αποδίδουν. Το μόνο που κάνουν είναι να οδηγούν στην απελπισία όσους, και –κυρίως- από τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, έχουν κάνει κάποιο ή κάτι αυθαίρετο. Ούτε ο νόμος της Β. Παπανδρέου, ούτε κανενός άλλου μπορούν να φράξουν το δρόμο όσων έχουν πιεστική ανάγκη να «συμπληρώσουν» το σπίτι τους. Δεν μιλάω, φυσικά, για εκείνους όπως ο π.χ. Μαγγίνας που έκανε ό, τι έκανε για να …. στεγάσει την οικογένεια των φουκαράδων των Ινδών.
Πρέπει να δει κανείς τη λογική των συντελεστών δόμησης, τα σχέδια πόλης, του ρουφιανιά των καταγγελιών που υποκαθιστούν την ευθύνη της Πολιτείας στην αντιμετώπιση των αυθαιρεσιών και μια σειρά άλλων θεμάτων που άπτονται των οικιστικών αναγκών των πολιτών και διαμορφώνουν το αστικό τοπίο μιας περιοχής.
Το τωρινό καλαμπούρι της κυβέρνησης είναι εξόφθαλμα εισπρακτικό.
Αλλά σε μια περίοδο που έχεις υπουργό Εθνικής Οικονομίας το … ρεπατζή του Αλογοσκούφη, τι να περιμένεις;

Ραδιοτηλεοπτικό τοπίο

Από το Άννα (Ρουσσόπουλο) στον Καϊάφα (Αντώναρο) πηγαίνει το θέμα της έκδοσης προκήρυξης για τη χορήγηση τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών αδειών.
Έτσι, σέρνεται μια ιστορία εδώ και είκοσι χρόνια.
Συνέπεια αυτής της πολιτικής είναι η κατάσταση που παρουσιάζει σήμερα το ραδιοτηλεοπτικό πεδίο. Και είναι συναφής και με τη συνολικότερη κρίση που περνάει ο τύπος.
Καμία κυβέρνηση δεν θέλησε να λύση αυτό το πρόβλημα. Το άφησε να σέρνεται σε καθεστώς ημιπαρανομίας ή ημινομιμότητας (διαλέξτε και πάρτε). Επενδύσεις ανθρώπων που ενδιαφέρονται πραγματικά. Δικτυώσεις αθηναϊκών μέσων με αντίστοιχα μέσα της επαρχίας, που καταργούν κάθε έννοια τοπικότητας, και τις οποίες –συνήθως- προωθούν ιδιοκτήτες που αδυνατούν να οργανώσουν αξιοπρεπώς μια ραδιοτηλεοπτική επιχείρηση. Διαπλοκή πολιτικών, εταιρειών διαφημίσεων, media shops, ιδιοκτητών. Προγραμματική ποιότητα και ποικιλία είναι τα τραγικά ζητούμενα.
Το τοπίο πρέπει να ξεκαθαρίσει. Τρόποι που επιβάλει η κοινή λογική, υπάρχουν. Χρειάζεται πολιτική βούληση και επιλογές μακριά από όρους πολιτικής ομηρείας και συναλλαγής μέσων και πολιτικής.